- ὀρειτυπία
- ὀρει-τῠπία, [dialect] Ion. -ιη, ἡ,A mountain-labour (v. ὀρειτύπος), Hp. Epid.6.3.9.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ορειτυπία — ὀρειτυπία, ιων. τ. ὀρειτυπίη, ἡ (Α) [ορειτύπος] ορεινή εργασία … Dictionary of Greek
ὀρειτυπίαν — ὀρειτυπίᾱν , ὀρειτυπία mountain labour fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρειτυπίης — ὀρειτυπία mountain labour fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)